- απορρίψιμος
- -η, -οαυτός που πρέπει να απορριφτεί: Ο μαθητής αυτός αναμφισβήτητα είναι απορρίψιμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απορρίψιμος — η, ο (Α ἀπορρίψιμος, ον) αυτός που μπορεί ή πρέπει να απορριφθεί … Dictionary of Greek
ἀπορρίψιμον — ἀπορρίψιμος that should be thrown away masc/fem acc sg ἀπορρίψιμος that should be thrown away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)